Halloween Costume ideas 2015

Βασίλειος: Ο Διγενής Ακρίτας Καππαδόκης

Η Ελληνική Λογοτεχνία (τέχνη του λόγου) έχει τις ρίζες της βαθιά στην αρχαιότητα, αφού για τρεις χιλιάδες (3000) χρόνια περίπου ανθίζει σ’ αυτήν την βραχώδη χερσόνησο της Ευρώπης, που λέγεται Ελλάδα. Και είναι αδιάκοπη και ενιαία η έκφραση αυτού του λαού, ο οποίος μη μπορώντας να καλλιεργήση την άγονη γωνιά που του έλαχε για πατρίδα, στράφηκε στην συστηματική καλλιέργεια του πνεύματός του. Και σε όλη την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του μένει πιστός στις αρχές του, στην Παράδοσή του. Μπορεί οι ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές συνθήκες να άλλαξαν με το πέρασμα του χρόνου, όμως τα ιδανικά και οι αξίες του δεν άλλαξαν. Ο σεβασμός στη θρησκεία του, η αγάπη στο ωραίο, ο θαυμασμός στον ηρωϊσμό, η αφοσίωση στην πατρίδα, η αγάπη στην ελευθερία και την πρόοδο σφραγίζουν διαχρονικά όλες τις σελίδες της Ιστορίας και κάθε πνευματικό του δημιούργημα.
Έτσι σε κάθε χρονική στιγμή οι ήρωές του αγωνίζονται για το ωραίο, το ιδανικό, το ανώτερο. Από τον Ηρακλή και τον Αχιλλέα ως τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Διγενή, από τον αρχαίο Σπαρτιάτη μέχρι τον Κλέφτη στα χρόνια της σκλαβιάς, όλοι ήταν φορείς μιας μακραίωνης Παράδοσης και αυτήν υπερασπίζονταν με κάθε θυσία. Ποτέ δεν την διαπραγματεύτηκαν, αντίθετα έγιναν ήρωες για χάρη της.
Ο ηρωϊσμός πάντα και αυθόρμητα προκαλεί και εξάπτει τον υμνωδό του. Γι’ αυτό και οι ήρωες κάθε εποχής υμνήθηκαν και τραγουδήθηκαν από την λαϊκή μούσα, από τα πανάρχαια χρόνια ως τις μέρες μας. Ο λαός με το αλάνθαστο αισθητήριό του ξεχώριζε, τιμούσε και εξυμνούσε τον ήρωα, τον γενναίο, τον ακαταμάχητο, τον νικητή. Έβλεπε στο πρόσωπό του τον προστάτη του, τον γενναίο υπερασπιστή του, που αποτελούσε εγγύηση για την ζωή του, την ασφάλειά του, την ειρήνη. Και τον θαύμαζε τόσο, ώστε στην συνείδησή του τον έπλαθε υπερφυσικό, γίγαντα, μοναδικό. Πλήθος τραγούδια έπλασε ο λαός μας για όλους τους ήρωές του. Ακόμα και στις μέρες μας, στον πόλεμο του 1940, όπως γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του ο Κ. Θ. Δημαράς, σε μια εποχή, όπου η λειτουργία της γένεσης του Δημοτικού Τραγουδιού παρουσιάζει πλήθος αναστολές, εβγήκαν τέτοια τραγούδια…από ανόθευτη λαϊκή πηγή
Και εις την Ήπειρον εκεί
θα κάμουν θαύματα οι Γραικοί,
θα δουλέψη το ντουφέκι
σα βροντή κι αστροπελέκι.
Τέτοιο τραγούδι έπλασε ένας αγράμματος στρατιώτης στα 1940.
Η Ελληνική Λογοτεχνία των αρχαίων χρόνων έχει ως αφετηρία ένα σπουδαίο έπος, την Ιλιάδα του Ομήρου. Και των νεώτερων χρόνων η Λογοτεχνία αρχή της έχει το έπος του Διγενή Ακρίτα.
Πρέπει να γυρίσουμε 1000 (χίλια) περίπου χρόνια πίσω, στον 10ο μ.Χ αιώνα, για να ανιχνεύσουμε τις ρίζες της νεώτερης Λογοτεχνίας μας και του νεώτερου πολιτισμού μας εν γένει. Και τούτο, διότι αυτή η χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται από μεγάλες οικονομικές μεταβολές και έντονες κοινωνικές ζυμώσεις, που επηρέασαν καθοριστικά τις τύχες της Μεγάλης Ρωμανίας και βοήθησαν τον ραγδαία αναπτυσσόμενο Ελληνισμό να συγκροτήση συνειδητά τον εθνικό του χαρακτήρα και να δώση ενότητα και καθαρά ελληνικό περιεχόμενο στα ήθη και έθιμά του, στην γλώσσα του, στην πίστη του. Σ’ αυτήν την εποχή επομένως πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της Νεοελληνικής κοινωνίας και του πολιτισμού. Και όλες αυτές οι μεταβολές έχουν τον αντίκτυπό τους στην Λογοτεχνία, η οποία εκφράζει τα δεδομένα της εποχής ως ο πιο πιστός καθρέφτης της.
Αυτής της εποχής χαρακτηριστικά λογοτεχνικά δημιουργήματα είναι τα Ακριτικά Τραγούδια, από τα οποία, σύμφωνα με την γνώμη των περισσοτέρων φιλολόγων μελετητών τους, προήλθε το Έπος του Διγενή Ακρίτα.
Η ακριτική ποίηση οφείλει τη γέννηση και ανάπτυξή της στις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν στα ανατολικά σύνορα της Ρωμαϊκής-Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ιδίως από τον 8ο ως τον 11ο αιώνα, λόγω της ακατάπαυστης πάλης σ’ αυτήν την περιοχή ανάμεσα στους Χριστιανούς Βυζαντινούς και τους Μουσουλμάνους Άραβες. Κεντρικός ήρωας στα τραγούδια αυτά είναι ο “ακρίτης”. Προέρχεται από την λέξη “άκρα”, που σημαίνει τα ακραία σύνορα και ακρίτης (ακρίτας στα ποντιακά) ήταν ο φρουρός των ακραίων συνόρων της αυτοκρατορίας.
Ο θεσμός των ακριτών ανάγεται στα χρόνια της παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη να οχυρωθή η συνοριακή γραμμή του αχανούς κράτους, για να εξασφαλισθή η άμυνα έναντι των εχθρικών επιδρομών. Το σύστημα αυτό φρούρησης των συνόρων το διατήρησαν και οι Βυζαντινοί, οι οποίοι μάλιστα το τελειοποίησαν και το οργάνωσαν πολύ καλύτερα, πιεζόμενοι από ειδικές ανάγκες, ιδίως από τον 7ο αιώνα και μετά και κυρίως κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκεί, κατά τη χρονική αυτή περίοδο, είναι μόνιμες και ασταμάτητες οι καταστρεπτικές επιδρομές των Αράβων, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την σταδιακή μόνιμη εγκατάστασή τους σε όλο το μήκος των μικρασιατικών συνόρων, από την Καππαδοκία ως τον Ευφράτη.
Η ανάγκη άμυνας των Βυζαντινών και απόκρουσης αυτών των συνεχών επιδρομών στην Μ. Ασία, επέβαλε την ίδρυση των “θεμάτων”, τα οποία ήταν μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες με πολιτικό και στρατιωτικό χαρακτήρα. Διοικούνταν από ικανό στρατηγό, ο οποίος σε ώρα ανάγκης μπορούσε να κινητοποιήση με ευχέρεια και ταχύτητα στρατιωτικά τμήματα, καθώς και να οργανώση ειδικά στρατιωτικά σώματα για τη φρούρηση των συνόρων. Αυτοί οι φρουροί λέγονταν “ακρίτες” και είχαν ως αποστολή να επαγρυπνούν και να ελέγχουν την ασφάλεια των συνόρων και να συνεργάζονται με τον στρατηγό-διοικητή, ειδοποιώντας τον σε περίπτωση που αντιλαμβάνονταν ύποπτες κινήσεις από το μέρος των εχθρών, έτσι ώστε εκείνος να οργανώση την άμυνα και να προστατεύση τον άμαχο πληθυσμό, μέχρι να φτάσουν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Οι ακρίτες ήταν εγκατεστημένοι σε παραμεθόριες ορεινές περιοχές του Ταύρου, του Αντίταυρου και του Ευφράτη, σε γεωργικά κτήματα που τους παραχωρούσε το κράτος μαζί με διάφορες οικονομικές διευκολύνσεις κι άλλα προνόμια, ζητώντας μονάχα από αυτούς να είναι πάντα σε πολεμική ετοιμότητα, εφοδιασμένοι με όπλα και άλογα, για να αποκρούσουν εχθρική επιδρομή.
Με αυτή τη στρατιωτική οργάνωση οι ακριτικές επαρχίες ήταν μόνιμα στρατόπεδα, όπου οι ακρίτες ζούσαν σε συνεχή πολεμικό συναγερμό, άλλοτε αποκρούοντας αιφνιδιαστική επιδρομή των Σαρακηνών κι άλλοτε κάνοντας οι ίδιοι επίθεση εναντίον των απελατών, οι οποίοι ήταν αντάρτες που λυμαίνονταν καταληστεύοντας τις παραμεθόριες περιοχές. Οι Άραβες Μουσουλμάνοι ήταν ο μεγάλος εχθρός των ακριτών, γιατί δεν έρχονταν να περάσουν και να φύγουν, αλλά να κυριαρχήσουν με τη φοβερή τους δύναμη. Η άμυνα των ακριτών συγκράτησε την αραβική ορμή. Κατά τους Βυζαντινούς χρονογράφους αποτέλεσαν το “χάλκειον τείχος της Ρωμανίας” για πολλούς αιώνες. Δεν τους άφησαν να περάσουν, αλλά τους κρατούσαν και τους επιτηρούσαν εκεί στις κατακτημένες περιοχές κι είχαν κοινά σύνορα. Για αιώνες έστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλον άλλοτε ως καλοί γείτονες κι άλλοτε ως άσπονδοι εχθροί. Από τη σχέση αυτή των λαών ξεπήδησε η χιλιοτραγουδισμένη ακριτική εποποιΐα.
Η συνεχής αντιμετώπιση τόσων κινδύνων και οι σκληροί αγώνες είχαν διαμορφώσει στους ακρίτες γενναίο φρόνημα και ατρόμητη ψυχή. Η πολεμική τους ζωή, τα κατορθώματα και η ανδρεία τους δημιούργησαν γύρω τους μια ατμόσφαιρα θρύλου και ηρωϊσμού. Οι τόποι όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα αυτά είναι, όπως αναφέρθηκε, τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας και στα τραγούδια αυτά συναντούμε ονομασίες, όπως Αρμενία, Καππαδοκία, Άγκυρα, Βαβυλωνία, Ικόνιο κλπ. Και ως πρωταγωνιστές αναφέρονται τα ονόματα Αρέστης, Ανδρόνικος, Πορφύρης, Σκληρόπουλος, Νικηφόρος, Παρατράχηλος και απ’ όλους πρώτος ο Διγενής Ακρίτας. Οι μελετητές, πίσω από αυτά τα ονόματα εντοπίζουν συγκεκριμένα γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή ανώτερους αξιωματούχους της Βυζαντινής εποχής.
Θέματα αυτών των τραγουδιών είναι ηρωϊσμοί και ανδραγαθήματα πολεμιστών, ιπποτικοί έρωτες, τιτανικές μονομαχίες κι αγώνες σκληρότατοι, που φτάνουν στα όρια της υπερβολής. Οι ήρωες δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Ξεπερνούν κατά πολύ τα ανθρώπινα μέτρα. Είναι υπερφυσικοί. Δεν καταδέχονται να αγωνιστούν με έναν ή ακόμη και λίγους αντιπάλους, παρά μόνον με εκατοντάδες και χιλιάδες και όλους τους νικούν. Ακόμη και τα άλογά τους, τα όπλα τους, τα κάστρα τους δεν είναι των κοινών ανθρώπων.
Ο λαός μας, θαυμαστής της ανδρείας, ύμνησε τη ζωή και τους άθλους των ακριτών. Θαύμασε την αδάμαστη ψυχή τόσων και τόσων αντρειωμένων, που μαζεμένοι στη απλοχωριά της Καππαδοκίας και του Ευφράτη, πάλευαν αδιάκοπα για την πίστη τους και το ελληνικό τους φιλότιμο. Συγκινήθηκε από την ανδρειοσύνη τους και τα κατορθώματά τους, τους έκανε τραγούδι και τους πέρασε στη σφαίρα του θρύλου και του μύθου.
Οι ακριτικοί λαοί έζησαν επικά και τραγούδησαν επικά. Και τα τραγούδια τους τα έπαιρναν οι λαϊκοί ραψωδοί, γυρολόγοι τραγουδιστές, που γύριζαν από τόπο σε τόπο και τα τραγουδούσαν και τα διέδιδαν, κρατώντας έτσι ζωντανούς τους θρύλους, που τους στόλιζαν κάθε φορά με μυθικά στοιχεία. Η ακριτική παράδοση διατηρήθηκε ζωντανή ιδιαίτερα στον Ελληνισμό του Πόντου και της Καππαδοκίας. Αργότερα, διωγμένη από την τουρκική λαίλαπα, βγαίνει από την Μ. Ασία και έρχεται στην Κύπρο, την Κρήτη, τα Δωδακάνησα, την Θράκη, όπου ζη ως τις μέρες μας, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα γρήγορα αντικαταστάθηκε από το κλέφτικο τραγούδι.
ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ ΑΚΡΙΤΑ
Από τα ακριτικά τραγούδια φαίνεται κάποιος άγνωστος σε μας ποιητής συνέταξε το έπος “Βασίλειος Διγενής Ακρίτας” σε έμμετρη μορφή με ιαμβικό 15σύλλαβο στίχο, με σκοπό να εξάρη την γενναιότητα του ήρωα, αλλά και να προσφέρη ένα ευχάριστο ανάγνωσμα με ηθοπλαστικό και διδακτικό χαρακτήρα. Πρωταγωνιστής στο έπος είναι ο Διγενής Ακρίτας, του οποίου παρουσιάζει συστηματικά ολόκληρη τη ζωή του, από τη γέννησή του ως το θάνατο.
Για τον ποιητή δεν γνωρίζουμε τίποτα, ούτε έχουμε στα χέρια μας το πρωτότυπο έργο. Προσεκτική έρευνα του έργου μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ήταν δόκιμος συγγραφέας για την εποχή του, που γνώριζε τους αρχαίους συγγραφείς, την ορθόδοξη θεολογία και την Αγία Γραφή και είχε δεχθή επιδράσεις από τον ανατολικό και δυτικό κόσμο. Απευθυνόταν σε απλοϊκό κοινό, το οποίο θέλει να θέλξη με τις μακρές περιγραφές και τις διάφορες παρεμβολές που κάνει, μερικές φορές άσχετες με το θέμα. Έτσι δημιουργείται μια αταξία και μια ανισότητα στη δομή του, που μαζί με την απλοϊκότητα και την αφέλεια στη διήγηση, μειώνει την λογοτεχνική του αξία. Λείπει ακόμη από το έργο το δραματικό στοιχείο, που υπάρχει πλούσιο στα δημοτικά τραγούδια και τα ομηρικά έπη. Ίσως διότι ο ήρωας δεν βρέθηκε μπροστά σε καταστάσεις που δημιουργούν δραματικότητα. Δεν υπάρχει στη ζωή του η συνομωσία, η προδοσία ή τραγικές αντιθέσεις, που προκαλούν έξαψη αγρίων παθών. Είναι ο πολεμιστής που εύκολα νικά τους εχθρούς του και επιβάλλεται χωρίς να αφήση περιθώρια για παρασκηνιακή δράση.
Πέραν αυτών όμως έχοντας υπόψη την εποχή και τις συνθήκες γραφής του και ανάλογα σύγχρονα έργα της Δύσης βλέπουμε ότι το ακριτικό έπος δικαίως αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και στην απαρχή νέας φιλολογικής περιόδου. Και από καθαρά ιστορική και γλωσσική άποψη το έπος είναι πιστό απαύγασμα της ιστορικής κατάστασης με πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες και πολλά στοιχεία για τη ζωή της εποχής του.
Σχέση του έπους με την ιστορική αλήθεια
Το έπος δεν είναι Ιστορία πραγματικών γεγονότων ή πραγματική βιογραφία. Αναμφισβήτητα υπάρχει κάποιος ιστορικός πυρήνας, που ο ποιητής χρησιμοποίησε ως έναυσμα. Πήρε όμως πολλές πληροφορίες από διάφορους ιστορικούς της εποχής του, τις οποίες χρησιμοποίησε συγχέοντάς τες με διάφορα άλλα στοιχεία. Έτσι γύρω από τον κεντρικό αρχικό πυρήνα περιέπλεξε πολλά φανταστικά πρόσωπα και γεγονότα, πράγμα που κάνει τον μελετητή να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην προσπάθεια εξακρίβωσης της ιστορικής αλήθειας. Οι ερευνητές προσπαθώντας να αναγνωρίσουν τον πραγματικό ήρωα Διγενή ταυτίζουν το πρόσωπό του με κάποιον τουρμάρχη των Ανατολικών Διογένη, ο οποίος έπεσε ηρωϊκά το 788 μ.Χ. σε κλεισούρα του Ταύρου, πολεμώντας κατά των Σαρακηνών.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ
Το πρωτότυπο του έπους δεν το έχουμε στα χέρια μας. Έχουν διασωθή όμως αρκετές παραλλαγές, οι οποίες, αν και έχουν μεταξύ τους αισθητές διαφορές, ακολουθούν όμως το ίδιο γενικό σχεδιάγραμμα.
Μέχρι το 1875 πολύ λίγα γνωρίζαμε για τον Διγενή Ακρίτα. Τη χρονιά αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ένα χειρόγραφο του έπους από τους Κ. Σάθα και ά.άήηίήήή. Η έκδοση αυτή προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στον φιλολογικό κόσμο και γρήγορα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και άλλες παραλλαγές, που είναι συνολικά έξι:
Της Τραπεζούντος, έκδοση 1875.
Της Οξφόρδης, έκδοση 1880.
Της Άνδρου, έκδοση 1881.
Της Κρυπτοφέρρης, έκδοση 1892.
Του Εσκοριάλ, έκδοση 1912.
6) Της Άνδρου (πεζή παραλλαγή), έκδοση 1928.
Η διασκευή της Κρυπτοφέρρης, βάσει της οποίας θα γίνη απόπειρα μικρού σχολιασμού του έπους, είναι η αρχαιότερη και γι’ αυτό θεωρείται το κείμενό της πλησιέστερο στο πρωτότυπο. Επί πλέον είναι το αρτιότερο κείμενο με τις λιγότερες φθορές. Εκδόθηκε από τον ά.άήηίήήή το 1892 από κώδικα του ΙΔ` που βρέθηκε στην ελληνική Μονή της Κρυπτοφέρρης στην Ιταλία. Σ’ αυτήν την παραλλαγή το έπος διαιρείται σε 8 Λόγους και η υπόθεση, που απλώνεται σε 3709 στίχους, είναι σε συντομία η εξής:
Ο Σαρακηνός αμιράς Μουσούρ, άντρας όμορφος και γενναίος, σε μια επιδρομή του σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την όμορφη Χριστιανή Ειρήνη, κόρη βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της, ακρίτες, ύστερα από τις ικεσίες της μητέρας τους σπεύδουν να την ελευθερώσουν. Ύστερα από περιπέτειες και σκληρή μονομαχία με τον μικρότερο από τους αδερφούς, τον Κωνσταντίνο, ο αμιράς ηττάται. Θαμπωμένος όμως από την ομορφιά της κόρης, ικετεύει να τον δεχτούν ως γαμπρό τους, αφού ήταν κι εκείνος ευγενικής καταγωγής, με την υπόσχεση-βεβαίωση ότι θέλει να ασπασθή τον Χριστιανισμό. Βαπτίζεται και γίνονται με λαμπρότητα οι γάμοι των δύο νέων και εγκαθίστανται στην Ρωμανία.
Η λύση όμως αυτή δεν άρεσε καθόλου στη μητέρα του αμιρά, η οποία με επιστολή της τον προσκαλεί να εγκαταλείψη την κόρη και να επανέλθη στην πατρίδα του. Εκείνος, όταν πήγε στο σπίτι της μητέρας του, εκχριστιανίζει την ίδια και όλους τους φίλους και συγγενείς που ήταν παρόντες.
Από τον αμιρά και την Ειρήνη γεννήθηκε ο Διγενής (πού ονομάζεται έτσι, επειδή κατάγεται από δύο γένη, Σαρακηνών και Ελλήνων). Αφού πήρε την προσήκουσα μόρφωση, δώδεκα ετών καταπλήσσει τους πάντες με την φοβερή του δύναμη, αφού σε κυνήγι μόνος του σκοτώνει αρκούδες, ελάφι, λιοντάρι, προκαλώντας τον θαυμασμό του πατέρα του και του θείου του Κωνσταντίνου. Επιστρέφοντας από κατορθώματα σπουδαία, ερωτεύεται την κόρη του στρατηγού Δούκα, την οποία και απαγάγει, αφού νίκησε τους αδερφούς της που τον καταδίωξαν. Μετά το γάμο του γίνεται ακρίτης, όπου δέχεται την επίσκεψη του αυτοκράτορα Ρωμανού. Εκεί ανδραγαθεί εναντίον δράκων, λιονταριών, των απελατών που επιβουλεύτηκαν την όμορφη γυναίκα του και εναντίον της φοβερής Μαξιμούς, προς την οποία φέρεται ιπποτικά. Σε μια άλλη περιπέτειά του πέφτει στο αμάρτημα της μοιχείας, για την οποία μετανοεί γρήγορα. Στο τέλος αποσύρεται με τη γυναίκα του σε ωραιότατο πύργο, που έκτισε στον Ευφράτη, όπου ζη ειρηνικά. Θρηνεί τον θάνατο των γονέων του και τέλος προσβάλλεται κι ο ίδιος από ανίατη ασθένεια και πεθαίνει μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, η οποία πεθαίνει λίγο πριν το δικό του θάνατο από τη βαθιά της θλίψη.
ΤΟ ΗΡΩΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Ο Διγενής είναι ο ήρωας που διαθέτει υπερφυσική σωματική δύναμη. Τα κατορθώματά του είναι μεγαλειώδη και θαυμαστά. Είναι ο δαμαστής οποιασδήποτε άλλης δύναμης. Αυτό τον κάνει να έχη φοβερή εμπιστοσύνη στον εαυτό του και αυτό φαίνεται από τα πρώτα του κατορθώματα που κάνει στα δώδεκα χρόνια του, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Και αυτή η αυτοπεποίθηση του δίνει το αίσθημα της αυτάρκειας και επίμονη αγωνιστικότητα. Έτσι καταξιώνεται στην κοινωνία της εποχής του, γίνεται πρότυπο, όλοι τον θαυμάζουν, διότι:
Πόλεμος δε το σύνολον ή ακοή πολέμου
ουδαμώς εγνωρίζετο εν ταις αυτού ημέραις (τού Διγενή)
αλλ’ ήν ειρήνη πανταχού, ηρεμία μεγάλη,
καί πάντες άνθρωποι συχνώς τω Θεώ ηυχαρίστουν
καί άπαντες τον Διγενήν εκάλουν ευεργέτην,
αντιλήπτορα μέγιστον και σύν Θεώ προστάτην.
Ο ηρωϊσμός του όμως οριοθετείται. Δεν τον κάνει υπερτροφικό εσωτερικά. Δεν κομπορρημονεί για τα κατορθώματά του, δεν αλαζονεύεται. Γνωρίζει τη δύναμή του, όμως γνωρίζει ότι αυτή είναι δώρο του Θεού και Τον δοξολογεί. Εδώ, θα λέγαμε, συναντιέται το αυθεντικό ηρωϊκό-επικό στοιχείο με τα άγρια ένστικτα και τον πρωτογονισμό του αφ’ ενός και το ήθος που καλλιεργεί η χριστιανική πίστη αφ’ ετέρου. Και από αυτή τη συνάντηση θα προέλθη ένας ηρωϊσμός πιο ανθρώπινος, πιο ιπποτικός, που υπακούει σε κανόνες σεβασμού του αντιπάλου και μάλιστα αν είναι γυναίκα (όπως στην περίπτωση της Μαξιμούς), που δεν θριαμβολογεί, δεν διασύρει τον νικημένο. Αντίθετα ευχαριστεί και δοξολογεί τον Θεό για τη νίκη του.
Την αγριότητα του πολεμιστή τη βλέπουμε καθαρά στον αμιρά, όταν βγήκε να μονομαχήση με τον νεαρό Κωνσταντίνο. Γράφει ο ποιητής:
… εις τον κάμπον εξήλθε,
κραυγάζων ώσπερ αετός και συρίζων ως δράκων
ως λέων ωρυόμενος καταπιείν τον νέον…
σέ αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος, όταν βγήκε πάνοπλος
τώ σημείω του σταυρού φραξάμενος παντόθεν
τόν ίππον επελάλησεν, εις τον κάμπον εξήλθε.
Από τους στίχους αυτούς είναι φανερό που βασίζει την νίκη του ο καθένας από τους δύο αντιπάλους. Ο πρώτος στην γεμάτη πρόκληση και αγριότητα εφόρμησή του, που αποσκοπούσε να κάμψη το ηθικό του νέου και ο δεύτερος στη δύναμη του σταυρού. Ο πρώτος καλύπτει το άγχος του κάτω από τις φοβερές κραυγές του, ενώ ο δεύτερος πιο ήρεμος αναθέτει τη νίκη του στη μεγάλη δύναμη του σταυρού του Χριστού.
Στη μονομαχία του Διγενή με τους απελάτες Φιλοπαππού, Ιωαννάκη και Κίνναμο, στην οποία εκείνοι τον προκάλεσαν, ο ήρωας φέρεται με ευγένεια και ιπποτισμό, κάτι που δείχνουν και οι αντίπαλοί του, αφού δηλώνουν πώς δεν δέχονται, τρεις αυτοί έφιπποι, να πολεμήσουν με έναν άοπλο και πεζό, τον Διγενή. Όταν όμως ο ήρωας νικά σε μονομαχία τον Φιλοπαππού, οι άλλοι δυο τρομαγμένοι επιτέθηκαν, χωρίς να κατεβούν από τα άλογά τους, εναντίον του Διγενή, ξεχνώντας τα προηγούμενα λόγια τους. Ο Διγενής τους νίκησε και ενώ εκείνοι τρέμοντας περίμεναν τη χαριστική βολή, όπως μπορούσε και δικαιούνταν να το κάνη, ο ήρωας μεγαλόψυχα τους δηλώνει πώς δε χτυπά ποτέ αντίπαλο, που δεν μπορεί να αμυνθή. Οι απελάτες θαυμάζοντας την ανωτερότητα και την ιπποτική ευγένεια του Διγενή, σπεύδουν να δηλώσουν υποταγή σ’ αυτόν, αν θελήση να γίνη αρχηγός τους. Και πάλι ο ήρωας αρνείται τη θέση αυτή δηλώνοντας πώς δεν έχει τέτοια επιθυμία, πράγμα που δηλώνει το ανυστερόβουλο των πράξεών του και την έλλειψη φιλοδοξίας και προσωπικής προβολής μέσα από μια αρχηγική θέση.

Έτσι ο ποιητής περιχαρακώνει τον άκρατο ηρωϊσμό και την ζωώδη δύναμη, την οποία υποτάσσει σε εσωτερικές δυνάμεις, όπως είναι η φρόνηση, η μεγαλοψυχία, η αρχοντική ευγένεια.
ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΕΠΟΣ
Ο βυζαντινός άνθρωπος, γνωρίζουμε από την ιστορία, ζη έντονα το γεγονός της Εκκλησίας. Η ευλάβεια και η βαθιά πίστη του στον Τριαδικό Θεό είναι η ουσία του χαρακτήρα του. Οι αλήθειες του Ευαγγελίου είναι συνυφασμένες με όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής του ζωής, είναι βίωμά του, αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητός του και της κοινωνίας της εποχής του γενικότερα. Η καθημερινή απασχόληση και ψυχαγωγία του βυζαντινού είναι η Εκκλησία με όλες τις Ακολουθίες της. Εκεί θέλγεται η ψυχή του και αυτή είναι το σημείο αναφοράς όλων των ανθρώπων. Στην Εκκλησία συγκεντρώνονται όλοι, άνδρες και γυναίκες, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη και ηλικία και παρακολουθούν με βαθιά κατάνυξη τις λαμπρότατες ιεροτελεστίες, τις μεγαλόπρεπες πομπές και λιτανείες, που συνοδεύονται από τη γλυκόηχη μελωδία των ψαλτών, με τον Αρχιεπίσκοπο, τον Αυτοκράτορα, τη βασιλική αυλή, τους άρχοντες, να λάμπουν όλοι μέσα στις αστραφτερές ενδυμασίες τους.
Αυτό το πρωταρχικό στοιχείο της βυζαντινής ζωής φαίνεται έντονα στο έπος. Από την αρχή, το προοίμιο, ο άγνωστος ποιητής εκφράζει τη βαθιά του πίστη ότι η μεγάλη δύναμη του Διγενή είναι δώρο του Θεού. Και όλα τα υπερφυσικά ανδραγαθήματα και τους ηρωϊσμούς τα πραγματοποιεί με την χάρη του Θεού, την βοήθεια της Θεοτόκου, των Αγγέλων και Αρχαγγέλων, των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στους συγκεκριμένους Αγίους, αφού κι εκείνοι στην επίγεια ζωή τους ήταν στρατηλάτες. Για την χριστιανική πίστη και την πατρίδα αγωνίστηκαν, γι’ αυτό είναι πολύ οικείοι, το πρότυπο των ακριτών, που πολεμούν για τα ίδια ιδανικά. Μήν ξεχνάμε ότι και στη συνείδηση του λαού έχουν ξεχωριστή θέση τα παληκάρια αυτά του Χριστού.
Αλλά κι όταν ο μικρός Κωνσταντίνος ετοιμάζεται να μονομαχήση με τον αμιρά, αφού αυτό ετέθη ως όρος για να ελευθερώση την αγαπημένη του αδελφή, τα υπόλοιπα αδέλφια, όντας κι εκείνοι ακρίτες, τον παροτρύνουν και τον ενθαρρύνουν να αγωνιστή γενναία και άφοβα, έχοντας στο νού του ότι ο Θεός θα βοηθήση το δίκαιο του αγώνα και δεν θα επιτρέψη να ηττηθή, πράγμα που θα έχη συνέπεια την υποδούλωσή τους σ’ αυτόν, έναν άπιστο. Και στην προσευχή που γίνεται πριν το μεγάλο εγχείρημα ζητούν:
“Μη συγχωρήσης, Δέσποτα, δούλους ημάς γενέσθαι”.
Και ο Κωνσταντίνος, αφού ανέβηκε στο άλογο πάνοπλος, έκανε το σημείο του σταυρού. Νιώθει ότι η δύναμη θα έρθη από τη δύναμη του σταυρού και του Θεού. Ποτισμένος βαθιά από την πίστη του στον Έναν και αληθινό Θεό, σ’ Αυτόν αναφέρεται αυτή τη δύσκολη στιγμή. Κι όταν επιβάλλεται στον αντίπαλό του, το πρώτο που κάνει με τ’ αδέλφια του είναι να δοξολογήσουν τον Θεό για τη νίκη του.
“Η δόξα, πάντες λέγουσι, σοί μόνω Θεώ πρέπει·
ο γαρ ελπίζων επί σε ου μη καταισχυνθείη”.
Ο Μουσουλμάνος αμιράς προτείνει από μόνος του να ασπασθή το Χριστιανισμό, προκειμένου να παντρευτή την κόρη που αγαπούσε. Η ευκολία με την οποία ο σκληροτράχηλος αυτός άντρας δέχεται να αλλάξη την πίστη του, οφείλεται, κατά τα λόγια του, στη μεγάλη ομορφιά της κόρης. Ο ποιητής όμως αφήνει να εννοηθή ότι συνεκτίμησε και το ήθος της, αφού κατά το χρονικό διάστημα, που την είχε αιχμάλωτη στη σκηνή του- κι αυτή η διάκριση ήταν πολύ τιμητική γι’ αυτήν- η κόρη όχι μόνο δεν έδωσε την παραμικρή αφορμή για οποιαδήποτε προσέγγιση αλλά έδειχνε την αγάπη και αφοσίωση στην οικογένειά της αποζητώντας την συνέχεια με ασταμάτητο θρήνο. Πέραν όμως αυτών ο ποιητής έμμεσα μας πληροφορεί ότι ο αμιράς έτρεφε ενδόμυχα θαυμασμό για την Ρωμανία, αναγνωρίζοντας με τις πράξεις του την ανωτερότητα του πνευματικού της πολιτισμού και του πλούτου της. Κι αυτό ήταν μια υποδομή, όπου στηρίχτηκε η μεγάλη αλλαγή που πρότεινε. Έτσι βλέπουμε ότι γνώριζε την ελληνική γλώσσα πολύ καλά και δεν δίστασε, παλαίμαχος αυτός, να αναγνωρίση την ανωτερότητα της μαχητικής τέχνης και ανδρείας του νεαρού Κωνσταντίνου και να υποστείλη ενώπιόν του την αλαζονεία της δικής του ανδρείας, για την οποία πριν τη μονομαχία καυχιόταν ειρωνευόμενος τον αντίπαλό του.
Κατάπληξη προκάλεσε σε όλους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, η αλλαξοπιστία του αμιρά, την οποίαν απέδωσαν στη δύναμη που εξέπεμψε η υψηλού έπιπέδου παιδεία και ο πολιτισμός των Ρωμαίων, που εξασφάλιζε μια ποιότητα ζωής που θαύμαζαν και υποκλίνονταν μπροστά της φίλοι και εχθροί. Γράφει ο ποιητής:
“Ω θαύμα, όπερ βλέπομεν, δύναμις των Ρωμαίων,
αιχμάλωτα αναρρύουσι, φουσάτα καταλύουν,
πίστιν αρνείσθαι πείθουσιν, θάνατον μη φοβείσθαι”.
Η γνώση και η ευγένεια των Ρωμαίων, που είχαν τη σφραγίδα της Ορθοδοξίας είναι πηγή έμπνευσης, θαυμασμού και δύναμης για τους ίδιους, αλλά κυρίως για τους άλλους λαούς.
Αλλά και η μητέρα της κόρης, όταν πληροφορήθηκε την αίσια έκβαση των πραγμάτων και το γυρισμό των παιδιών της μαζί με τον μέλλοντα γαμπρό της, που θέλει να βαπτισθή Χριστιανός, ξεσπά σε δοξολογία στον Θεό για την παντοδυναμία Του που ακόμα και τους βάρβαρους ειδωλολάτρες τους ημερώνει η χάρη Του και τους ειρηνεύει:
“Δόξα, Χριστέ μου”, λέγουσα, “τή σή φιλανθρωπία,
δόξα τη δυναστεία σου, ελπίς των ανελπίστων·
όσα γαρ θέλεις δύνασαι, ουδέν αδυνατεί σοι.
Αυτόν γαρ τον πολέμιον ήμερον κατειργάσω…”
Ο αμιράς πράγματι δείχνει τη μεγάλη του αλλαγή όταν, καθώς ερχόταν στην πατρίδα της καλής του, ελευθέρωνε όλους τους αιχμαλώτους στα μέρη της Ρωμανίας, τα οποία είχε καταλάβει.
Εκεί όμως που θριαμβεύει η δύναμη και το μεγαλείο της Ορθοδοξίας είναι το σημείο που ο αμιράς, μετά τη βάπτιση και το γάμο του στη Ρωμανία, επιστρέφει στην πατρίδα του και κηρύσσει τον Χριστιανισμό, ομολογώντας με ταπείνωση την ευγνωμοσύμη του και την πίστη του στον Τριαδικό Θεό, στο όνομα του οποίου έλαβε το Βάπτισμα της “παλλιγγενεσίας” και επισημαίνοντας τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που είναι η σωτηρία του. Ομολογεί με θάρρος το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο συνοψίζει ο ποιητής στους παρακάτω 19 στίχους:
Εγώ πιστεύω εις Θεόν, Πατέρα των απάντων,
ποιητήν ουρανού και γης και αοράτων πάντων·
καί εις Χριστόν τον Κύριον, Υιόν Θεού και Λόγον,
τόν γεννηθέντα εκ Πατρός προ πάντων των αιώνων,
φώς εκ φωτός υπάρχοντα, Θεόν αληθή, μέγαν,
τόν κατελθόντα επί γης δι’ ημάς τους ανθρώπους
καί γεννηθέντα έκ μητρός Μαρίας της Παρθένου,
τόν υπομείναντα σταυρόν δι’ ημών σωτηρίαν
καί ταφέντα εν μνήματι ό και αυτή θαυμάζεις,
καί αναστάντα εκ νεκρών εν τη τρίτη ημέρα,
καθώς ημάς διδάσκουσιν αι γραφαί αι αγίαι,
τόν αεί καθεζόμενον του Πατρός δεξιόθεν,
ού Βασιλείας της αυτού ουκ έσται τέλος·
καί εις Πνεύμα το άγιον ζωοποιούν τα πάντα,
ό προσκυνώ σύν τω Πατρί και τω Υιώ και Λόγω·
έν Βάπτισμα ομολογών εις άφεσιν πταισμάτων,
καί προσδοκώ ανάστασιν πάντων των τεθνεότων,
εκάστου ανταπόδοσιν και των πλημμελημένων,
τών δε δικαίων άφεσιν, καθώσπερ επηγγέλθη,
ζωήν την ατελεύτητον του μέλλοντος αιώνος.
Μέσα σε 19 15σύλλαβους στίχους ο ποιητής συμπυκνώνει όλη τη θεολογία της ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο αμιράς παροτρύνει τη μητέρα του και τους δικούς του όλους να ασπασθούν τον αληθινό Τριαδικό Θεό. Τέλος αποφασιστικά ανακοινώνει ότι ο ίδιος θα επιστρέψη στη Ρωμανία, στο Θεό της οποίας βρήκε σκοπο και νόημα ζωής, επίγειας και αιωνίου.
“Ου γαρ αντάξιός εστιν μιας ψυχής ο κόσμος”
δηλώνει με επίγνωση και σοφία ο νυν νεοφώτιστος, πρώην δε άξεστος και πολεμοχαρής αμιράς.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε την οργανωμένη Ιεραποστολή που ασκούσαν οι Βυζαντινοί στους γείτονες ειδωλολάτρες λαούς, οι οποίοι οφείλουν τον εκχριστιανισμό και εκπολιτισμό τους σ’ αυτή τη δραστηριότητα των Βυζαντινών. Η Ιεραποστολή εντάσσεται στα πλαίσια της γενικότερης διπλωματίας, που είχαν αναπτύξει οι Βυζαντινοί και μάλιστα αποτελούσε το αποκορύφωμα, την υψηλότερη έκφρασή της. Στοχος της πολιτικής των ορθοδόξων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων ήταν η φιλία και η συμμαχία με τους γείτονες λαούς. Παρ’ όλον ότι ήταν οι πιο ισχυροί ηγεμόνες της εποχής τους, “οι πλανητάρχες”, όπως θα λέγαμε σημερα, δεν έκαναν χρήση της δύναμής τους και δεν επιβάλλονταν με τη χρήση των όπλων εκτός κι αν αποτύγχαναν όλες οι διπλωματικές τους προσπάθειες. Το ιδεώδες γι’ αυτούς ήταν να εκχριστιανίσουν, όσο το δυνατόν περισσότερους γειτονικούς λαούς και να τους βοηθήσουν να ενταχθούν στην οργάνωση ενός πολιτισμένου χριστιανικού κράτους. Έτσι εξασφάλιζαν και τη φιλία και τη συμμαχία τους, που βασίζονταν σε πνευματικού περιεχομένου σχέσεις μαζί τους.
Για το σκοπό αυτό οργάνωναν πολύ προσεκτικά και μεθοδικά την Ιεραποστολή, την οποία αναλάμβαναν πολύ μορφωμένοι, φωτισμένοι και ειδικά εκπαιδευμένοι κληρικοί και μοναχοί. Είχαν ως αρχή για την προσέγγιση των λαών τη γνώση της κουλτούρας τους και της ιδιοσυγκρασίας τους και προσάρμοζαν ανάλογα το κήρυγμά τους. Πολύ γνωστό και σπουδαίο είναι το ιεραποστολικό έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, οι οποίοι παρά τις τεράστιες δυσκολίες κατάφεραν όχι μόνο να εκχριστιανίσουν τους Σλάβους, αλλά να γίνουν και οι δημιουργοί της γραπτής σλαβικής γλώσσας, που υιοθετήθηκε από όλους τους σλαβικούς λαούς και αυτό συνετέλεσε στην είσοδό τους στον βυζαντινό πολιτισμό. Η μεγάλη ευεργεσία που δέχθηκαν με τον εκχριστιανισμό τους οι λαοί του Αίμου, φάνηκε καθαρά αργότερα, στους αιώνες της δουλείας τους στους Τούρκους. Υπό την επίδραση του Βυζαντινού πολιτισμού και του Χριστιανισμού διαμόρφωσαν έναν κοινό ιστορικό και πνευματικό βίο που εξασφάλισε την συνοχή και την διαφορετικότητά τους από τους Τούρκους και αυτή την επίδραση την έχουν εξακριβώσει ιστορικοί και αρχαιολόγοι μελετητές.
Και στο υπόλοιπο έπος είναι έντονο και διάχυτο το θρησκευτικό στοιχείο. Ο ποιητής τονίζει πολύ συχνά ότι η δύναμη του Διγενή έχει θεϊκή προέλευση και για όλα τα κατορθώματά του ο ήρωας ευχαριστεί και δοξάζει τον Θεό. Τα πάντα οφείλονται στη δική Του παντοδυναμία, αγάπη και οικονομία. Ο ήρωας έχει αναφορά στο Θεό σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του. Ό,τι σπουδαίο, ηρωϊκό και σωτήριο συμβαίνει στη ζωή του· όλα τα χαρίσματα τα δικά του και των άλλων ανθρώπων, όπως η φρόνηση, το θάρρος, η δύναμη, η δόξα, η υγεία, η ήρεμη ζωή, όλα είναι δωρεές του Θεού, που τα πάντα ελέγχει και κινεί. Και Εκείνος είναι το στήριγμα, η ελπίδα, η ζωή, η νίκη και η παρηγοριά για κάθε άνθρωπο. Γι’ αυτό σε κάθε στιγμή της ζωής τους, ο Διγενής και όλα τα πρόσωπα του έπους, αναπέμπουν πλούσιες τις ευχαριστίες, τις δοξολογίες και τις προσευχές τους στο Θεό. Κι όταν ο ήρωας διηγείται τις ανδραγαθίες του στους δικούς του, δικαιολογεί την ενέργειά του λέγοντας ότι το κάνει όχι για να καυχηθή, αλλά για να γίνουν γνωστές οι δωρεές του Πλάστου.
Τέλος την αγάπη του στη θρησκεία εκδηλώνει ο Διγενής αντλώντας τα θέματα, για την εικονογράφηση του παλατιού του στον Ευφράτη, από την Παλαιά Διαθήκη κυρίως. Έτσι απεικονίζει στους τοίχους του παλατιού τον πολεμιστή Σαμψών, τον Δαβίδ και τον γίγαντα Γολιάθ, τον φθονερό κι εκδικητικό Σαούλ, την Έξοδο των Ιουδαίων από την Αίγυπτο, τα θαύματα του Μωϋσή, την δόξα του Ιησού του Ναυή. Και βέβαια στην αυλή του παλατιού κτιζει όμορφο παρεκκλήσι, που το αφιερώνει στο αγαπημένο του Άγιο Θεόδωρο, δείχνοντας και μ’ αυτόν τον τρόπο την αγάπη του προς τον Θεό.
Ο άνθρωπος και η αμαρτία
Ένα θέμα που τονίζεται αρκετά στο έπος είναι η σχέση του ανθρώπου με την αμαρτία. Ο ποιητής αφήνει να καταλάβουμε ότι ο Βυζαντινός άνθρωπος ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο νόμος του Ευαγγελίου και οι νουθεσίες των Αγίων είναι κανόνας στη ζωή του. Γνωρίζει καλά την αμαρτία και τα πάθη που κατατυραννούν τον πεπτωκότα άνθρωπο και τον οδηγούν σ’ αυτήν. Επομένως ξέρει και πώς να αγωνίζεται κατά του ασθενούς εαυτού του. Έχει μεγάλη ευαισθησία προς την αμαρτία. Η συνείδησή του τον ελέγχει έντονα για κάθε παρεκτροπή. Νιώθει έντονη την παρουσία του Θεού στη ζωή του και θέλει να αποφύγη την αμαρτία, που τον απομακρύνει από Αυτόν. Κι όταν πέφτη σπεύδει με μετάνοια να αποκαταστήση τη σχέση του με το Θεό.
Ο ποιητής γράφει πώς ο νέος πρέπει να κρατά γερά τα ηνία του εαυτού του, για να μη δουλωθή στα πάθη του και στερηθή την αιώνια ζωή:
Νεότης πάσα αληθώς ματαιότης υπάρχει,
οπηνίκα προς ηδονάς εκτείνει τας ατάκτους·
ο δε γε ταύτης ασφαλώς τας ηνίας ιθύνων
αχείρωτος τοις πάθεσιν εσαεί διαμένει
καί κληρονόμος δείκνυται ζωής της αιωνίου
αντί προσκαίρου ηδονής της αισχράς και βεβήλου.
Ο Διγενής, αν και τόσα χαρίσματα είχε από το Θεό, αν και ήταν προικισμένος με μεγάλη σωματική ανδρεία, περιέπεσε σε μεγάλο αμάρτημα. Ο ποιητής αφήνει να φανή ότι δεν υπάρχει ισόρροπη δύναμη σώματος και ψυχής. Το σώμα είναι γενναιότατο. Η ψυχή όμως δείχνει σοβαρή αδυναμία και αφήνει να παρασυρθή στην αμαρτία. Μετανοεί όμως γρήγορα. Συναισθάνεται την αμαρτία του. Δεν ησυχάζει, νιώθει έντονες τύψεις. Συνειδητοποεί ότι έπεσε στην παγίδα του διαβόλου και ξέχασε το Θεό. Ξέρει ότι θα δώση λόγο στο Θεό την ημέρα της Κρίσεως, όταν οι πράξεις όλων θα φανερωθούν μπροστά σε αγγέλους και ανθρώπους. Νιώθει την ανάγκη να ομολογήση την πτώση του, να εξομολογηθή, να βγάλη το βάρος από πάνω του. Και το κάνει, όταν βρέθηκε με άνθρωπο δικό του. Δεν κομπορρημονεί, δεν καυχιέται. Δείχνει πραγματική μετάνοια και ντρέπεται να αντιμετωπίση την σύζυγό του, που τόσο αδίκησε με την πράξη του.
Η θέση της γυναίκας στο έπος
Η θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνία είναι αρκετά ανεβασμένη σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Κι αυτό οφείλεται στο κήρυγμα του Χριστιανισμού περί ισότητας του άνδρα και της γυναίκας ενώπιον του Θεού, αφού η θυσία του Γολγοθά αποσκοπούσε στη σωτηρία και των δύο φύλων. Έτσι η Ιστορία του Βυζαντίου είναι γεμάτη από παραδείγματα γυναικών, που διέπρεψαν στα γράμματα, την πολιτική και κοινωνική ζωή.
Μέσα στο έπος η γυναίκα είναι πρόσωπο αξιαγάπητο και αξιοσέβαστο. Τιμάται και εξαίρεται κυρίως για την ευγενεια της, την ευσέβεια, την ομορφιά της κυρίως, την αφοσίωσή της στην οικογένεια, τη συζυγική πίστη, τη σωφροσύνη της. Και στην περίπτωση της Αμαζονας Μαξιμούς για τη γενναιότητα και την πολεμική της τέχνη. Μέσα στο έπος, όπου εξυμνείται η ανδρεία, φυσικό είναι να φωτισθή και να προβληθή και το ηρωϊκό στοιχείο ως πλευρά της γυναίκας. Αποτελεί όμως εξαίρεση. Η πολεμόχαρη ιδιότητα δεν δένει με την ευαισθησία, την από τη φύση της περιορισμένη σωματική δύναμη και με το εύθραυστο του φύλου της. Γι’ αυτό η γυναίκα εξαίρεται κυρίως για την ψυχική της γενναιότητα, την οποία μπορεί να αναπτύξη και να καλλιεργήση.
Έτσι η γυναίκα προβάλλεται ως η αξιολάτρευτη κόρη της οικογένειας, η τρυφερή και απροστάτευτη, που όλοι νιώθουν την υποχρέωση να την προστατέψουν. Τα αδέλφια της θρηνούν για την αρπαγή της από τον αμιρά και με αυταπάρνηση υφίστανται όλες τις δοκιμασίες από εκείνον, μέχρι να την ελευθερώσουν. Την κρατούν στον πύργο με τις βάγιες της, μακριά από φθονερά μάτια και επίδοξους απαγωγείς.
Είναι επίσης η ωραία και αξιέραστη κόρη, που εμπνέει δυνατά συναισθήματα και ρομαντική διάθεση στον άνδρα, ο οποίος θα υπερβή κάθε εμπόδιο μέχρι να την παντρευτή. Και τότε γίνεται η πιστή σύζυγος, η κυρία του σπιτιού της. Εκεί εργάζεται και διαπρέπει. Και ο σύζυγος την αγαπά και τη σέβεται.
Είναι τέλος η συνετή μητέρα, πρόσωπο σεβάσμιο, που ασκεί εξουσία στην οικογένεια. Και όλοι την υπακούν. Ο λόγος της είναι διαταγή, που πρέπει πάση θυσία να τηρηθή.
Σχέση άρχοντα και αρχομένου
Στον τέταρτο Λόγο (βιβλίο) ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, από θαυμασμό στο πρόσωπο του Διγενή, του οποίου η φήμη ως γενναίου ακρίτα είχε απλωθή παντού, στα πλαίσια μιας εκστρατείας του στην Ανατολή θέλησε να γνωρίση τον ανίκητο πολεμιστή. Όταν συναντήθηκαν, ο Διγενής:
…ός μέχρι γης την εαυτού κεφαλήν υποκλίνας,
“Χαίροις” έφη, “ο εκ Θεού λαβών την βασιλείαν…
πόθεν μοι τούτο γέγονεν ο γης πάσης δεσπόζων
παραγενέσθαι προς εμέ τον εξουθενημένον;”
Ο βασιλεύς έκπληκτος από το ταπεινό φρόνημα του Διγενή, ξεχνώντας τη βασιλεία και τον θρόνο του, τον αγκαλιάζει, τον ασπάζεται και του λέει με θαυμασμό:
“Έχεις” λέγων, “ω τέκνον μου, απόδειξιν των έργων,
του γαρ κάλλους η σύνθεσις ανδρείαν εικονίζει·
είθε τοιούτους τέσσαρας είχεν η Ρωμανία.
Λέγε λοιπόν, ω τέκνον μου, πεπαρρησιασμένως
και όπερ βούλει λάμβανε της εμής βασιλείας….”
Και ο Διγενής απαντά αφοπλιστικά:
“εμοί γαρ έστιν ικανή μόνον η ση αγάπη·
ου δίκαιον δε του λαβείν αλλά διδόναι μάλλον…”
Εντύπωση προκαλεί η σχέση βασιλέα και υπηκόου. Ο βυζαντινός πολίτης διαπνέεται από μεγάλο σεβασμό προς τον βασιλέα του, διότι έβλεπε στο πρόσωπό του το όργανο της θείας βουλής, που του είχε δοθή υψηλή αποστολή. Είχε ταχθή να περιφρουρήση τη χριστιανική αλήθεια, να τη διαδώση και να την υπηρετήση ως άρχων. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν την εξουσία του βασιλιά καθηγιασμένη από το Θεό και απέδιδαν σ’ αυτόν τη δόξα και την ιερότητα, που αποδίδει η Παλαιά Διαθήκη στο μεγάλο βασιλέα Δαβίδ. Γι’ αυτό ο αυτοκράτορας θεωρούνταν προστάτης και υπέρμαχος της Εκκλησίας και μπορούσε να επεμβαίνη ακόμη και σε δογματικές έριδες, προκειμένου να αποκατασταθή η αλήθεια και η ειρήνη στους κόλπους της, και αυτό το έπραξε πολλές φορές. Ακόμη και ό,τι σχετίζεται με τον βασιλέα είναι ιερό, το ιερόν παλάτιον, ο ιερός κοιτών, κλπ. Και όλες τις αποφάσεις και ενέργειές του έπρεπε να τις εντάξη στα χριστιανικά εκκλησιαστικά πλαίσια και να υπηρετήση το καλό της Οικουμένης. Ήταν υποχρεωμένος να κυβερνά με φιλανθρωπία, δικαιοσύνη, επιείκεια και ανωτερότητα απέναντι στις διαβολές. Ώφειλε να διοική κατά μίμηση Θεού, όπως ο πατέρας την οικογένεια.
Αυτή η αντίληψη για την εξουσία του αυτοκράτορα επέτρεπε αφ’ ενός μεν σ’ οποιονδήποτε πολίτη του Βυζαντίου να διεκδικήση το θρόνο, αφού το αξίωμα αυτό προϋπέθετε κάποια συγκεκριμένη καταγωγή και δεν υπήρχαν λόγοι “αίματος”, οι οποίοι έπρεπε να τηρηθούν, αφ’ ετέρου δε στο λαό να διαμαρτύρεται και να επαναστατή, εάν ο αυτοκράτορας ήταν άδικος, τυραννικός κι όχι Ορθόδοξος στην πίστη.
Έτσι μπροστά σε έναν ακέραιο άρχοντα, ένας αξιωματούχος αισθάνεται, όπως εδώ ο Διγενής, υπήκοος, βοηθός και συνεργάτης του, δίκαιος και ορθόδοξος και διαθέσιμος σε όποια εργασία και υπηρεσία τον ορίσει εκείνος. Νιώθει πώς είναι η προέκταση του άρχοντα, που πρέπει να εργαστή με την ίδια νοοτροπία στο ίδιο πνεύμα, για το καλό των ανθρώπων και την δόξα του Θεού. Ένας καλός και ευσυνείδητος αξιωματούχος πρέπει να εικονίζη και να αντικατοπτρίζη τη δόξα και το μεγαλείο του βασιλέα του και να υπηρετή πιστά κι εκείνος την δικαιοσύνη, την επιείκεια και την φιλανθρωπία, μέχρι τέλους της ζωής του, αφού έχει συνείδηση κι επίγνωση ότι όλα δίνονται στον άνθρωπο από τον Θεό και βέβαια και η εξουσία. Γι’ αυτό μιλά με σύνεση, ταπεινοφροσύνη και σεβασμό.
Και ο βασιλέας δεν έμεινε ασυγκίνητος από τη στάση του Διγενή. Αφού εξέφρασε το θαυμασμό του και τη βαθιά του εκτίμηση στην τοποθέτησή του, τον διορίζει επισήμως, με χρυσόβουλο, ακρίτη, αμείβοντας έτσι την ευσυνειδησία του και την καλή του προαίρεση.
Η σχέση άρχοντα και αρχόμενου είναι διαποτισμένη από το χριστιανικό πνεύμα του αλληλοσεβασμού, της συνύπαρξης, της αλληλεγγύης -ανθρώπινες σχέσεις, αδελφικές σχεδόν-, που φέρνουν ισορροπία στη συμπεριφορά των προσώπων, κατευνάζοντας την αλαζονεία της εξουσίας από το ένα μέρος και το θράσος και την παρρησία του εξουσιαζόμενου από το άλλο, που θα οδηγούσαν σίγουρα σε σύγκρουση και χάσμα μεταξύ τους.
Η συζυγική αγάπη
Από τα πιο δυνατά συναισθήματα στο έπος αναδεικνύεται η συζυγική αγάπη. Ο γάμος του αμιρά και του Διγενή ξεκινά με αρπαγή της καλής τους, έθιμο και επίδραση σαφώς μουσουλμανική. Από τη στιγμή όμως που ευλογούνται από Θεό και ανθρώπους ως σύζυγοι, το ζευγάρι αναπτύσσει πολύ δυνατή αγάπη και δεσμό, που κανένα άλλο συναίσθημα δεν μπορεί να καταλύση. Ο άνδρας προσαρμόζεται στη γυναίκα και αντιστρόφως. Αλλοιώνονται ως χαρακτήρες και σέβονται απεριόριστα ο ένας τον άλλον.
Έτσι ο αμιράς, που πριν το γάμο του ήταν φοβερός και τρομερός, ο σκληρός και άγριος πολεμιστής που στις αιματηρές επιδρομές του στη Ρωμανία έσπερνε ανελέητα και αναίσθητα τον όλεθρο, σφάζοντας, καίγοντας, αρπάζοντας και αιχμαλωτίζοντας, αυτός ο σκληρός άντρας αλλοιώνεται, μεταμορφώνεται δίπλα στην όμορφη και ευγενική συζυγό του. Γίνεται πολύ συναισθηματικός και ευαίσθητος, πολύ στοργικός και προστατευτικός. Για χάρη της εγκαταλείπει μητέρα, συγγενείς, πατρίδα, θρησκεία, πλούτη, εξουσία, δόξα. Όλα τα θεωρεί υποδεέστερα. Όλος ο κόσμος του είναι η σύζυγός του. Της φέρεται με πολλή τρυφερότητα και δεν θέλει με τίποτα να την λυπήση ή να την πληγώση. Έτσι, όσο περνά ο καιρός, ο τραχύς χαρακτήρας του εκλεπτύνεται και μετατρέπεται σε έναν ιδανικό σύζυγο και πατέρα.
Και από το μέρος της γυναίκας υπάρχει απόλυτη ανταπόκριση στην αγάπη του συζύγου. Αγαπά τον άντρα της με απόλυτη αφοσίωση και πίστη. Βλέπει στο πρόσωπό του τον προστάτη της, τον συνεργάτη, τον βοηθό, τον σύντροφο, τον πατέρα του παιδιού της. Βλέπει τον άντρα της ως θεόσταλτο δώρο και τον τιμά με μεγάλη αγάπη και υπακοή. Ο χαρακτήρας και το ήθος της σμιλεύτηκε και διαμορφώθηκε κάτω από το φως του Ευαγγελίου και γαλουχήθηκε με τα διδάγματα της Εκκλησίας του Χριστού “εξ απαλών ονύχων”. Και η αλλοίωση του αμιρά οφείλεται στη ζωογόνο μετάνοιά του και το φωτισμό του Βαπτίσματος, που έλαβε. Έτσι η σχέση τους βασίζεται στο Θεό, που και οι δύο αγαπούν. Σ’ αυτό το αμετακίνητο θεμέλιο κτίστηκε το οικοδόμημα του γάμου τους.
Αξίζει τον κόπο να δούμε λίγο τη συμπεριφορά τους:
Όταν ο αμιράς χρειάστηκε να επιστρέψη στην πατρίδα του, για να εξηγήση στη μητέρα του το λόγο που έφυγε στη Ρωμανία και έπρεπε να ανακοινώση την απόφασή του αυτή στη γυναίκα του, διστάζει, φοβάται μήπως τη λυπήση, μήπως κλονιστή η αγάπη τους. Της λέει:
“Λόγον τινά απόκρυφον βούλομαί σοι θαρρήσαι
αλλά φοβούμαι, πάντερπνε, μη ουκ ένι εις αρεστόν σου·
ιδού καιρός εφέστηκεν το βέβαιον να μάθω,
εάν αγάπην εις εμέ έχεις καθαρωτάτην.”
Ο λόγος του της τρυπά την καρδιά. Η αμφιβολία του την αναστατώνει:
“Ω άνερ μου γλυκύτατε, αυθέντα και προστάτα,
πότε λόγον σου ήκουσα μη ουκ ένι εις αρεστόν μου;
Ποία δε γε περίστασις χωρίσει με σού πόθου;
Πάντως καν δέη με θανείν, ουκ απαρνήσομαί σε”
Ο χωρισμός του ζεύγους γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συγκίνησης και πόνου. Κι όταν ο αμιράς επιστρέφη από το μακρινό ταξίδι του, παίρνει το πιο γρήγορο άλογο, για να πάη, όσο πιο γρήγορα γίνεται κοντά της, δείχνοντας έτσι πόσο του έλειψε η αγαπημένη της παρουσία και πόσο ανυπομονούσε να βρεθή κοντά της. Κι όταν έφτασε της λέει:
“Πώς έχεις, φως μου το γλυκύ, πάντερπνόν μου δαμάλιν;
Πώς έχεις, φίλτατε ψυχή, εμή παραμυθία;
περιστερά μου πάντερπνε, πανώραιόν μου δένδρον,
μετά σού ανθήματος, τέκνου του παμποθήτου;”
Αλλά και ο Διγενής τα περισσότερα κατορθώματά του τα κάνει για να προστατεύση την αγαπημένη του σύζυγο. Όταν εκείνη έντρομη αντιμετώπισε τον κίνδυνο απαγωγής της από τους απελάτες, ο Διγενής με αυτοπεποίθηση την καθησυχάζει λέγοντας:
“Παύσαι, έφην, ψυχή εμή, λογίζεσθαι τοιαύτα,
ούς ο θεός συνέζευξεν άνθρωποι ου χωρίσουν”
Είναι έτοιμος να πεθάνη παρά να πάθη κάτι η σύζυγός του. Της φέρεται με πολύ σεβασμό και αγάπη. Κι όταν αμαρτάνη η δική της θύμηση τον κάνει να συνέλθη και να ντραπή, που τόσο την πρόσβαλε και την μείωσε η πράξη του. Κι ενώ έκανε τα πάντα για να μην τους χωρίση κανείς, ανήμπορος μπροστά στον θάνατο θρηνεί όχι για τον εαυτό του, αλλά για τη γυναίκα του, που θα θλίβεται μόνη της και απροστάτευτη. Τις στιγμές της ευτυχίας τους τις χαίρονται μαζί και τις μοιράζονται με αγαπημένους τους φίλους στο παλάτι του Ευφράτη.
Και στις δύσκολες στιγμές ο συζυγικός δεσμός δεν καταλύεται. Δοκιμάζεται, τραυματίζεται ίσως, αλλά αντέχει. Έτσι όταν η σύζυγος του Διγενή αντιλαμβάνεται την απιστία του, πικραίνεται και λυπάται βαθιά για την πτώση του. Του εξομολογείται ήπια την πίκρα της και τον θέτει προ των ευθυνών του, θυμίζοντάς του τη μεγάλη αμαρτία που διέπραξε ενώπιον του Θεού. Υπομένει ειρηνικά. Δεν του επιτίθεται, δεν τον κακολογεί· αντίθετα τον συγχωρεί μεγαλόψυχα και προσεύχεται στον Θεό γι’ αυτόν. Αυτή η αρχοντική στάση της μεγαλώνει στην ψυχή του συζυγου της την μετάνοιά του αφ’ ενός και τον θαυμασμό και την εκτίμηση στο πρόσωπό της αφ’ ετέρου.
Και το μεγάλο νέφος που σκίαζε την ευτυχισμένη συζυγία τους, την ατεκνία, την αντιμετωπίζουν αξιοθαύμαστα. Τους λυπούσε και τους δύο βαθύτατα η έλλειψη παιδιών. Γράφει ο ποιητής:
Υπέρ τούτου εδέοντο του Θεού καθ’ εκάστην
καί της πρώτης των αρετών εσεμνύνοντο σφόδρα,
τής ευποιΐας λέγω δη και της ελεημοσύνης·
όμως θελήματι Θεού ήμαρτον της ελπίδος,
αλλά λίαν ως σώφρονες τω Θεώ ηυχαρίστουν,
τοίς οικείοις δε σφάλμασιν έγραφον την αιτίαν.
Στρέφονται στο Θεό, αναθέτουν σε Εκείνον το πρόβλημά τους, που το κάνουν αίτημα φλογερό, καθημερινό, επίμονο. Κι όταν χάνουν την ελπίδα, υπομένουν. Δεν στρέφονται κατά του Θεού, δεν χάνουν την πίστη τους. Υποτάσσονται στο θέλημά Του και Τον ευχαριστούν με εμπιστοσύνη. Εκείνος γνωρίζει καλύτερα την οδό της σωτηρίας για τον κάθε άνθρωπο. Δέχονται με ταπείνωση την πραγματικότητα και με αυτομεμψία καταλογίζουν στις αμαρτίες τους την ευθύνη. Και αναπαύονται. Βλέπουν το θέλημα καθαρά πνευματικά, με πλήρη επίγνωση της αποστολής του ανθρώπου. Στάση ορθόδοξη, υγιής.

της Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινά, Φιλολόγου

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ  ΑΚΟΜΗ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΠΑΝΩ ΣΤΟ LINK

Οι ερευνητές καταλήγουν ότι το κάστρο του Χαρσιανού βρισκόταν στο Τσουχούρ Καππαδοκίας

Δημοσίευση σχολίου

MKRdezign

{facebook#YOUR_SOCIAL_PROFILE_URL} {twitter#YOUR_SOCIAL_PROFILE_URL} {google-plus#YOUR_SOCIAL_PROFILE_URL} {pinterest#YOUR_SOCIAL_PROFILE_URL} {youtube#YOUR_SOCIAL_PROFILE_URL} {instagram#YOUR_SOCIAL_PROFILE_URL}

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.
Javascript DisablePlease Enable Javascript To See All Widget